αρβανίτικος

αρβανίτικος
-η, -ο
επίρρ.
1. αλβανικός: Έφαγαν τυρί αρβανίτικο.
2. πεισματάρης: Αυτός έχει αρβανίτικο κεφάλι.
3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρβανίτικα, τα η αλβανική γλώσσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος …   Dictionary of Greek

  • Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep …   Wikipedia

  • τσάμικος — Χορός της ηπειρωτικής Ελλάδας, που διαφέρει όμως κατά περιοχές: τ. της Ηπείρου, της Ρούμελης (ο κατεξοχήν τ.), της Πελοποννήσου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Άλλοτε χορεύεται με 12 και άλλοτε με 16 βασικά βήματα· εκτός από αυτά όμως υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • αλβανικός — αλβανικός, ή, ό και αρβανίτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την Αλβανία: Τα αλβανικά προϊόντα είναι κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάμικος, -η — ο που έχει σχέση με τους Τσάμηδες, αρβανίτικος: Τσάμικος χορός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”